- ἀσωτίᾳ
- ἀσωτίαι , ἀσωτίαprodigalityfem nom/voc plἀσωτίᾱͅ , ἀσωτίαprodigalityfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀσωτία — ἀσωτίᾱ , ἀσωτία prodigality fem nom/voc/acc dual ἀσωτίᾱ , ἀσωτία prodigality fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασωτία — η (AM ἀσωτία) [άσωτος (Ι)] αλόγιστη, σπάταλη, έκλυτη ζωή … Dictionary of Greek
ασωτία — η το να ζει κανείς άσωτα, ακόλαστα ή να σπαταλά αλογάριαστα: Σπατάλησε την πατρική περιουσία σε ασωτίες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀσωτίας — ἀσωτίᾱς , ἀσωτία prodigality fem acc pl ἀσωτίᾱς , ἀσωτία prodigality fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσωτίαι — ἀσωτία prodigality fem nom/voc pl ἀσωτίᾱͅ , ἀσωτία prodigality fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσωτίαν — ἀσωτίᾱν , ἀσωτία prodigality fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσωτίαις — ἀσωτία prodigality fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσωτίῃ — ἀσωτία prodigality fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσωτείας — ἀσωτείᾱς , ἀσωτία prodigality fem acc pl ἀσωτείᾱς , ἀσωτία prodigality fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
нѣсмь — НѢСМЬ, НѢСИ, НѢ(СТЬ) и т. д. (нѣсмь2000) гл. 1. Формы наст. врем. гл. быти с отрицанием. Не быть, не находиться: мы... ѹже нѣсмы подъ закономъ. но подъ блг(д)тию. КР 1284, 212в; что ищете живаго съ мр҃твми: нѣ(с) сдѣ КТур XII сп. XIV, 13; || не… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)